Testa di tigre, 1940
Δεν θέλω να παίξω με αυτό, με τη συνηθισμένη έννοια δηλαδή. Ποτέ δε μου άρεσαν τα αγορίστικα παιχνίδια. Να κρατάω αυτοκινητάκια και να μιμούμαι ήχους εξάτμισης, μηχανής ή σύγκρουσης. Αφήνω τα ξαδέρφια μου να τα κάνουν αυτά. Εγώ απλά περιεργάζομαι το ελικόπτερο με την ελβετική σημαία. Τότε την έμαθα, νομίζω. Ήταν δώρο του Αντώνη, του Ελβετού. Από τα πιο ωραία δώρα που έχω πάρει ποτέ.
Τζου, Λου, Τσίτσι. Η ονοματοποιία του έρωτα είναι αστεία. Μιλάμε για την μετονομασία ερωμένων, για Γιώργους που έγιναν Λέλο, για Βαλεντίνες που έγιναν Πατάτα. Υπάρχει εδώ κάτι γελοίο αλλά και βαθιά ερωτικό. Κάτι ιδιαίτερα προσωπικό ανάμεσα στο ζευγάρι, που αν καμιά φορά ξεφύγει, γίνεται δημόσιο φάλτσο. Όταν συμβεί κάτι τέτοιο, επικρατεί αμηχανία και καλό είναι να αντιμετωπίζεται με χιούμορ. Γιατί η Τζούσι και ο Πούπι δεν είναι τίποτε άλλο από ευάλωτες περιγραφές ενσαρκωμένων φαντασιώσεων.
Αυτός όμως ο Ελβετός, μετονομάστηκε τελείως. H αγαπημένη του, μας έλεγε, όταν τον είδε, τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Αυτό συνέβη κάπου στη Γερμανία, εκείνη μετανάστρια, εκείνος, ο πιο ωραίος άντρας που είχε δει στη ζωή της. Από Claudio, που ήταν τ’ όνομά του, τον είπε Άδωνι, όνομα μυθικής ομορφιάς. Κι από Άδωνις έγινε, στα νέα ελληνικά, Αντώνης. Αυτό ήταν πια το επίσημο όνομά του. Θείος Αντώνης. Εγώ έτσι τον γνωρισα, το Claudio το έμαθα αργότερα.
Τον θυμάμαι να γελάει δυνατά, να σηκώνει ψηλά τη θεία μου και να την κουνάει πέρα δώθε, να κουβαλάει ένα έλατο για να το στολίσουμε τα Χριστούγεννα, να φτιάχνει φοντύ και να μας κοροϊδεύει που δυσκολευόμαστε να καμακώσουμε τα ψωμάκια. Θυμάμαι το δωμάτιό του στη σοφίτα, με μια αυτοσχέδια βιβλιοθήκη από τούβλα, σανίδες και άπειρα βιβλία, ένα από αυτά για το σεξ, το είχα ανακαλύψει. Θυμάμαι κάποια χρόνια μετά να σηκώνω το τηλέφωνο και η φωνή της θείας μου άψυχα να μου λέει «πέθανε ο Αντώνης» κι εγώ να παγώνω, να μην ξέρω τι να πω, πεθαίνουν οι Αντώνηδες; Ήμουν γύρω στα δώδεκα.
Σε ένα παιδικό βιβλίο μυθολογίας, η παραμυθού που έλεγε την ιστορία της Περσεφόνης, είχε ζωγραφίσει τον Άδωνι πλάτη, να περπατάει σε ένα λιβάδι και να απομακρύνεται από την αγαπημένη του, αφήνοντας πίσω του παπαρούνες, τα ίχνη του έρωτά του. Έτσι κι ο δικός μας ο Αντώνης. ‘Εφυγε και μας άφησε λουλούδια που αν τα κόψεις, αμέσως μαραίνονται. Πρέπει να συγκρατηθείς, μονάχα να κοιτάς. Να κοιτάς τον Αντώνη να φεύγει.
Ένα απόγευμα, η θεία μου έβλεπε τις φωτογραφίες μιας βάφτισης που είχε γίνει καμιά τριανταριά χρόνια πριν. «Αυτόν τον γνωρίζεις;» μας λέει. «Ποιον λες;» «Να, τούτον εδώ» και μας δείχνει ένα τσουλούφι μαλλιών εκεί που κοβόταν η φωτογραφία, ίσα που φαινόταν. «Είναι ο Αντώνης», μας λέει.
**δημοσιεύτηκε στο https://www.fractalart.gr/o-antonis/